Μου αρέσει πολύ κάποια γλυκά μεσημέρια του Σεπτέμβρη να περπατώ στους δρόμους της Κηφισιάς. Το διάλλειμα από τις συναντήσεις μου δίνει την ευκαιρία να αφήσω το γραφείο και να περιηγηθώ σε γειτονιές που δεκαετίες πριν περπατούσα πιο συχνά. Πότε η βόλτα μου με φέρνει προς το παλιό μου σχολείο στο Κεφαλάρι, πότε προς το κέντρο της Κηφισιάς και πότε προς τα Αλώνια.
Η σημερινή αναζήτηση είχε ως αποτέλεσμα να ανταμώσω έναν μικροπωλητή σύκων, ακριβώς έξω από το κοιμητήριο. Αφού περίμενα να κοπάσει η αδιάκοπη κίνηση κατάφερα να διασχίσω το δρόμο. Τα σύκα είναι από τα αγαπημένα μου φρούτα, και ήδη ρομαντικές σκέψεις όπως το ότι αυτά θα ήταν βιολογικής καλλιέργειας, δεν θα περιείχαν συντηρητικά και θα ήταν αποτέλεσμα του κόπου του ηλικιωμένου κυρίου αντί κάποιοu μεγαλοεπιχειρηματία έκαναν την αναμονή ακόμη πιο γλυκιά.
Ζύγωσα στο πλάι του παλιού αγροτικού Datsun και του ζήτησα να μου βάλει 5-6 σύκα. Στην πραγματικότητα 2-3 ήθελα, για να τα φάω στο γραφείο πριν την επόμενη συνάντηση, αλλά ντράπηκα να πάρω τόσα λίγα. Ο γέροντας ξεκίνησε να γεμίζει τη χάρτινη, καφέ σακούλα και εγώ τον ρώτησα αν είναι πιο καλά τα πράσινα η τα μαβιά σύκα. «Είναι άλλη ράτσα» μου αποκρίθηκε, «Όλα γλυκά είναι». Χάρηκα με την απάντηση, τέτοια στιχομυθία δεν την απαντάς στο Σούπερ-Μάρκετ.
Ο μπάρμπας συνέχιζε να γεμίζει και η σακούλα πρέπει να είχε τώρα 10 σύκα. «Τι 5 τι 10» σκέφτηκα. Μα το γέμισμα δε σταμάτησε, και έτσι σιγαλόφωνα του είπα «φτάνει». Χωρίς να με κοιτάξει, απλά επανέλαβε «Φτάνει»; Σαν εγώ να μην είχα μιλήσει και από δική του πρωτοβουλία με ρωτούσα αν θα έπρεπε να σταματήσει. «Ναι, φτάνουν» του απάντησα. Χωρίς να σταματήσει να γεμίζει με κοίταξε και μου είπε «Εντάξει»…ενώ έριχνε σβέλτα άλλα 4 σύκα μέσα στη σακούλα.
Απορημένος κοίταζα μία αυτόν και μία τη σακούλα που τώρα είχε σίγουρα πάνω από 20 σύκα. Δεν πήρα πολύ ώρα, ίσως ούτε δευτερόλεπτο και η απορία μου μετατράπηκε σε θυμό και ο θυμός σε αηδία. Στράφηκα από την άλλη και με γρήγορα βήματα απομακρύνθηκα μουρμουρίζοντας «Μάλλον δεν με ακούσατε». «Ναι, δεν σε άκουσα…» νομίζω πως μου είπε. Η προσποιητή αφέλεια και το ψέμα σαν να μισό-κρύβονταν πίσω από μία ασυναίσθητη στάλα ντροπής.
Για εμένα σήμερα κατέρρευσε άλλο ένα μικρό τουβλάκι της Ελλάδας που θέλουμε. Ακόμα χειρότερα όμως οι αμφιβολίες μου για την Ελλάδα που αξίζουμε απόκτησαν και άλλη ορμή. Από ότι ακούω και καταλαβαίνω, η χώρα αυτή τη στιγμή περνάει μεγάλη οικονομική κρίση. Κάποια πράγματα που συνέβαλαν σε αυτήν τα γνωρίζω. Μερικά προσπαθούν μάταια φίλοι οικονομολόγοι να μου τα εξηγήσουν. Πέρα όμως από τη διεθνή ενεργειακή κρίση, την κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς των ΗΠΑ και ακόμα και τον κακό χειρισμό και την αναξιοκρατία όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια, υπάρχει κάτι για το οποίο φταίμε μόνο εμείς. Και αυτό είναι το ότι έχουμε χάσει τη «μπέσα» μας. Με αυτούς τους ρυθμούς, θα χάσουμε και το «φιλότιμο», θα χάσουμε και τη «μαγκιά» μας και ότι άλλο μας έχει απομείνει για να μας θυμίζει το ποιοι ήμασταν και το ποιοι θα έπρεπε να είμαστε. Και κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλον θα γεμίζουμε σακούλες με σύκα κατηγορώντας όλους τους άλλους για την κατάντια μας· όλους εκτός από τον εαυτό μας.
Βασίλης Αντωνάς
(Εφημερίδα Κηφισιά 2008)