Ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια των δίχρονων και τρίχρονων παιδιών (εκεί δηλαδή που η ανακάλυψη της αυτονομίας κίνησης και ύπαρξης βρίσκονται στο απόγειο), είναι να απομακρύνονται τρέχοντας από τη μητέρα τους (ή τον πατέρα τους), μερικώς με σκοπό να εξερευνήσουν τον κόσμο και τα όρια της αυτονομίας τους αλλά κυρίως για να δοκιμάσουν τα όρια της ασφάλειας που αυτή τους παρέχει. Δηλαδή να δουν πόσο μακριά θα πάνε μέχρι να αναγκαστεί η μητέρα να τα κυνηγήσει. Για αυτό τον λόγο ακριβώς, γυρνούν κάθε λίγο το βλέμμα προς αυτήν. Η κλιμάκωση αυτής της συμπεριφοράς εκφράζεται και βίαια μερικές φορές, όταν το παιδί σπρώχνει, χτυπάει και γρατζουνάει και πάλι για να αξιολογήσει πόσο ασφαλής είναι στην αγκαλιά της μητέρας του αλλά και στον κόσμο γενικότερα.
Άλλωστε είναι βαθύ το τραύμα της συνειδητοποίησης πως οι γονείς δεν είναι απλά φυσική προέκτασή μας (περίπου στους έξι μήνες), πως ασχολούνται και με άλλα πράγματα στον κόσμο (λίγο μετά το ένα έτος) και πως τελικά είναι αδύνατον το σύμπαν να είναι επικεντρωμένο αποκλειστικά στο να ικανοποιεί τις ανάγκες μας (κοντά στα δύο έτη). Αυτή η συνειδητοποίηση αφήνει σε όλους μας αρχικά ένα ναρκισσιστικό τραύμα που κλονίζει την εμπιστοσύνη μας και το οποίο ακολούθως εξελίσσεται σε ναρκισσιστική οργή. Η τοποθέτηση λοιπόν της πιτσιρίκας (ή του πιτσιρικά) είναι πως «εφόσον δεν είμαι και δεν ελέγχω τα πάντα γύρω μου, θα βρω τρόπους για να εκβιάσω φροντίδα και προσοχή και θα κρίνω το πόσο οι άλλοι με αγαπούν από το πόσο στωικά ανέχονται να τους κακοποιώ».
Η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τους γονείς. Ενώ στις ηλικίες έως δύο ετών είναι σημαντικό οι ανάγκες του παιδιού να ικανοποιούνται, στα επόμενα χρόνια, είναι σημαντικό να υπάρξει κάποια οριοθέτηση. Η επίτευξη ισορροπίας είναι δύσκολη. Άλλωστε ποιος θέλει να κακοκαρδίσει ένα πανέμορφο, γλυκό κοριτσάκι ή ένα ζωηρό, σκανδαλιάρικο αγοράκι; Τα παιδιά, φυσικά, στηρίζοντα ενστικτωδώς σε αυτή την αδυναμία και την εκμεταλλεύονται στο έπακρο. Όσο περισσότερο ενδίδει ή σιωπά η γονική φιγούρα τόσο περισσότερο σπρώχνουν τα όρια.
Αυτό φυσικά είναι αδύνατον να συνεχιστεί επ’ αόριστον, όχι μόνο επειδή κάποια στιγμή ο γονιός δεν αντέχει άλλο, αλλά κυρίως γιατί το παιδάκι κάπως πρέπει να προετοιμαστεί για την πραγματικότητα. Αλλιώς καταλήγει να είναι ένας κακομαθημένος, εγωπαθής ενήλικας, που αξιολογεί την αγάπη των άλλων βάσει του πόση κακοποίηση μπορούν να αντέξουν, αδιαφορεί για τις ανάγκες τους· και φυσικά αισθάνεται προδομένος όταν ο εκάστοτε φίλος ή σύντροφος εξαντλημένος από τις συνεχείς δοκιμασίες αποφασίσει να εναποθέσει τον ήρωα μας στο «καρότσι» ή στην «κούνια» του, έστω και αν ο ίδιος το έχει ζητήσει ή προκαλέσει. Άλλωστε, η σαδιστική προδιάθεση αυτών των χαρακτήρων, εκτονώνεται όταν οι άλλοι παραμένουν υπομένοντας ή όταν στερούν από τους άλλους την παρουσίας και την αγάπη τους, ανταποδίδοντας επί της ουσίας, αυτό που νιώθουν πως τους συμβαίνει. (Μία μορφή προβλητικής ταύτισης, όπου όλα όσα δεν αντέχουμε στον εαυτό μας, βολικά τα «κρεμάμε» στους άλλους).
Μερικές φορές είναι εύκολο να τους ξεχωρίσουμε. Είναι οι γοητευτικοί, χαρισματικοί και συνήθως όμορφοι τύποι και τύπισσες που περιφέρονται γύρω μας με μια χαριτωμένη, αγγελική παιδικότητα και κινούνται λες και τα πάντα τους ανήκουν. Όταν τελικά καταφέρουν, συνήθως μετά από επίμονες και επίπονες προσπάθειες να καταστρέψουν ή να απομακρύνουν τους γύρω τους, τότε βιώνουν εγκατάλειψη και προδοσία-ή αποχωρούν οι ίδιοι εν μέσω ναρκισσιστικής οργής με αίσθημα αυτό-δικαίωσης· ενώ επί της ουσίας πρόκειται για την πραγμάτωση αυτό-εκπληρούμενης και αυτό-οδηγούμενης προφητείας.
Βάσει της θεωρίας του Γιουνγκ και του συλλογικού ασυνείδητου, το ίδιο ακριβώς θα μπορούσε να ισχύει και για μια ολόκληρη, πανέμορφη και γοητευτική μεν, κακομαθημένη και εγωπαθή δε χώρα.
Βασίλης Αντωνάς