Καιρό έχουμε να τα πούμε. Από τις 27 Οκτωβρίου, κοντά 4 μήνες, όταν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τονώσω το ηθικό μου και να στηρίξω ένα κάποιο αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας για τους αναγνώστες μου, έγραψα για τη φιλοπατρία. Η αλήθεια είναι πως από τότε μέχρι σήμερα νοιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Το 1993, ο Μπίλ Μάρει και η Αντι Μακντάουελ, πρωταγωνίστησαν στη «Μέρα της Μαρμότας». Η ταινία παρουσίαζε τον κυνικό πρωταγωνιστή, ο οποίος ξυπνούσε «την επόμενη μέρα» ανακαλύπτοντας πως είναι ακριβώς ίδια με την προηγούμενη, στο ίδιο μέρος με τους γύρω του να επαναλαμβάνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με την ίδια χρονική σειρά. Μετά από «μερικές μέρες» και αφού ο ήρωάς μας έχει ψυχαγωγηθεί με κάποιες συγκυρίες και κάποιους χαρακτήρες, αρχίζει να νοιώθει πως το αστείο παρατράβηξε και ακολουθεί μία σειρά από ενδιαφέρουσες εξελίξεις, οι οποίες όμως δεν σχετίζονται ιδιαίτερα με το άρθρο μας.
Τους τελευταίους μήνες μου συνέβη κάτι παρόμοιο, μόνο που εγώ άργησα να το καταλάβω. Κοιτώντας καθημερινά την ιστοσελίδα εφημερίδας από όπου ενημερώνομαι, είχα την αίσθηση πως αυτά που διάβαζα ήταν πολύ οικεία. Ως συνήθως έγραφε κάτι σχετικά με «δραματικές» διαβουλεύσεις, σύνοδο «κορυφής», «τελική» ευθεία, «κρίσιμες» ώρες και διάφορα άλλα, τα οποία θύμιζαν κλασσική υπέρ-παραγωγή του Χόλυγουντ. Αυτές όπου όλα όσα συμβαίνουν είναι τα «πιο σημαντικά» που έχουν συμβεί ποτέ και οι Αμερικανοί πρωταγωνιστές (συνήθως κάτοικοι του «Ελ Έει») μετά από πολλές, «ανεπανάληπτες» περιπέτειες, αξιοποιούν τη «μία και μοναδική ευκαιρία», να απενεργοποιήσουν τη «μεγαλύτερη» βόμβα που κατασκευάστηκε «ποτέ», μισό δευτερόλεπτο πριν εκραγεί και καταστρέψει «ολοκληρωτικά» τη γη. Για πάντα• κάνοντας πολύ, μα πολύ θόρυβο• και σκοτώνοντας τους πάντες. Εκτός από τις κατσαρίδες.
Κάπου εκεί αποφάσισα να ρίξω μια δεύτερη πιο προσεκτική ματιά στην οθόνη του υπολογιστή μου και συνειδητοποίησα πως επί τουλάχιστον 3 μέρες, έβλεπα το ίδιο ακριβώς διαφημιστικό παράθυρο (banner) για την έντυπη μορφή της εφημερίδας, το οποίο κάλυπτε εξολοκλήρου την οθόνη και το οποίο ως δια μαγείας εξαφανίστηκε αφού πάτησα το Χ στην πάνω δεξιά γωνία, αποκαλύπτοντας…την ειδησιογραφία της ημέρας. Αυτές είναι στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου, όπου νοιώθει αρχικά ηλίθιος και κατόπιν ανακουφισμένος που κανένας, μα κανένας δεν πρόκειται ποτέ να μάθει τι συνέβη. Ακόμα και αν τον βασανίσουν. Για πολλές ώρες. Αναγκάζοντάς τον να δει 4 Αμερικάνικες παραγωγές που ασχολούνται με τη συντέλεια του κόσμου λόγω επίθεσης πάνοπλων, εξελιγμένων και επιθετικών εξωγήινων. Χωρίς διάλειμμα. Ακούγοντας το Λαζόπουλο να τραγουδάει. Με ακουστικά. Στο 10.
Και ενώ βιαστικά κίνησα το ποντίκι προς το δεύτερο Χ στην πάνω δεξιά γωνία ελπίζοντας να προλάβω οποιονδήποτε μπορεί να έμπαινε στο δωμάτιο και να υποψιαζόταν τι είχε μόλις συμβεί, με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα πως η καινούργια σελίδα που έβλεπα, ήταν ουσιαστικά ίδια…με την μπαγιάτικη των 3 ημερών. Με τη μόνη διαφορά να είναι η σειρά των δραματικών «ειδήσεων», οι φωτογραφίες και το πάχος της στήλης σε διάφορους τίτλους. Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, απροειδοποίητα στο γραφείο μπήκε συνεργάτιδά μου η οποία αγνοώντας παντελώς τη σαστισμένη και ένοχη έκφρασή μου, εν μέσω τρόμου ψέλλισε πως «η σημερινή διάσκεψη θα κρίνει το μέλλον του τόπου και το δικό μας» και πως «πρέπει να αποσύρει τώρα όλα τα χρήματά της από την τράπεζα, γιατί η Τρόικα είναι εδώ και θα πάρει τελικές αποφάσεις». Ανοίγοντας την τηλεόραση, όπου φιλοξενείτο σε ζωντανή μετάδοση το μπαγιάτικο εξώφυλλο που διάβαζα καθημερινά. Μόνο που οι φωτογραφίες κινούντο και η εκφωνήτρια μου έλεγε την «ιστορία» που τόσες φορές είχα διαβάσει ανοιγοκλείνοντας περίπου 245 φορές το λεπτό τα βλέφαρά της. Με φωνή που μου έλεγε πως καλά θα κάνω να πανικοβληθώ.
Μέσα από μια γρήγορη αναδρομή στα δεδομένα της μνήμης μου, ανακάλεσα πως το ίδιο –ή κάτι παρόμοιο- είχα ακούσει το ίδιο πρωί στο περίπτερο. Και το προηγούμενο βράδυ σε μια παρέα. Και την προηγούμενη εβδομάδα κάπου που ευτυχώς δεν θυμόμουν πια.
Ξαφνικά, και ενώ βίωνα ανακούφιση εν μέρει σε σχέση με την οξυδέρκειά μου και εν μέρει με το ότι δε χρειάστηκε να εξηγήσω τι μόλις είχε συμβεί, κατανόησα -ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω- για πρώτη φορά έναν καλλιτέχνη του οποίου την ύπαρξη μέχρι πρόσφατα θεωρούσα τόσο περιττή όσο και οι ψείρες και τη δημιουργικότητα ισάξια με αυτή του σχεδιαστή εκείνου του τετράγωνου Lada, που είχε κατακλύσει τους Ελληνικούς δρόμους τη δεκαετία του ‘80. (Αλήθεια, γιατί δεν τα παράγουν πια αυτά; Ταιριάζουν πολύ στο κλίμα της εποχής σε πολλά επίπεδα.)
Ο Άντι Γουόρχολ κατά τη διάρκεια της καριέρας του, πήρε αρκετά αρχέτυπα μοτίβα και πρόσωπα και ουσιαστικά υποβίβασε τη σημασία τους, προσδίδοντάς τους έναν τόνο επαναλαμβανόμενης κοινοτυπίας και βιομηχανικής μαζικότητας. Έτσι η «αιώνια» Μαίριλυν έγινε αφίσα, ο «πολύς» Έλβις διπλός και η… ηλεκτρική καρέκλα μοτίβο που επαναλαμβάνεται δεκαπέντε φορές (!) στον ίδιο καμβά κάτω από ένα θολό πορτοκαλί πέπλο το οποίο σχεδόν σε αποτρέπει, μάλλον ουσιαστικά σε προκαλεί να βαρεθείς να ψάξεις 15 φορές το ίδιο ακριβώς πράγμα. Μέχρι που χάνει τη σημασία του. Το οποίο είναι και το ζητούμενο.
Και σε αυτό το σταυροδρόμι, ο Άντι Γουόρχολ , το Χόλυγουντ και η Ελλάδα του σήμερα συναντιούνται τη Μέρα της Μαρμότας, στην πιο αναίμακτη, αθόρυβη και ανιαρή σύγκρουση που μπορεί κανείς να φανταστεί. Σε μία σύγκρουση όπου οτιδήποτε καινούργιο λάμπει, εδώ και καιρό, δια της απουσίας του και εμείς, με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς , οδεύουμε σαν σμπάροι σε ανάδυση καρφωμένοι σε αγκίστρι όλο και πιο κοντά στο τελικό, «αναπαυτικό μούδιασμα».