Τον Μάρτιο του 2012, 9 μήνες πίσω, έγραψα το τελευταίο μου άρθρο, το οποίο και επέλεξα να μην δημοσιεύσω έντυπα. Για όσους με διαβάζετε από το blog μου, θα το βρείτε λίγα εκατοστά πιο χαμηλά στην οθόνη σας. Για όσους με διαβάζετε κάπου αλλού, η σύνοψη είναι πως έχοντας υπάρξει μάρτυρας της κλιμακούμενης βίας σε δημόσια συναυλία του Γιώργου Νταλάρα, παραλλήλισα τις μελλοντικές εξελίξεις στο Ελληνικό κοινωνικό στερέωμα με αυτές της Γερμανίας από το 1919 και μετά. (mercurius blogspot, Μάρτιος 2012).
Υπενθυμίζω πως τότε, 2 μήνες πριν τις εκλογές του Μαΐου και 3 μήνες πριν τις εκλογές του Ιουνίου, το σενάριο του να αντιπροσωπεύεται η Χρυσή Αυγή από περίπου 20 βουλευτές στο κοινοβούλιο, ανήκε στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Όπως έχω όμως κατ’ επανάληψη γράψει, όποιος μελετά την ιστορία, μπορεί να έχει μία κάποια ιδέα για το μέλλον.
Από τότε, παρατηρώ τις εξελίξεις ακόμα πιο αποσβολωμένος από ποτέ νοιώθοντας πως το να σχολιάζω αρθρογραφώντας τη Μέρα της Μαρμότας (mercurius blogspot, Φεβρουάριος 2012) θα με καθιστούσε ακόμα πιο αστείο από τις φιγούρες που παρελαύνουν στη μικρή μας οθόνη, μεταξύ οκτώ και εννιά το βράδυ, καταφέρνοντας να μεταφέρουν καθημερινά ακριβώς τα ίδια μηνύματα με μία φρέσκια και στομφώδη αίσθηση έκπληξης, απόγνωσης και πανικού. Τώρα τελευταία μάλιστα, νοιώθοντας πως η πρωτοκαθεδρία τους απειλείται από τους Γελωτοποιούς (mercurius blogspot, Δεκέμβριος 2010) που παρελαύνουν τηλεοπτικά με τσαντίρια και αρβύλες μετά τις εννέα το βράδυ (με μία πιο επιτηδευμένη αίσθηση απόγνωσης αλλά με την ίδια διάθεση στομφώδους καταδίωξης), έχουν βάλει τα δυνατά τους και πολλοί από αυτούς διεκδικούν επάξια όσκαρ ερμηνείας.
Το να επικρίνουμε ο ένας τον άλλον, όπως μόλις έκανα, είναι στην Ελλάδα μία από τις αγαπημένες μας ενασχολήσεις. Από το πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο μέχρι το τηλεοπτικό και ατομικό, η πόλωση, η εχθρότητα και η διένεξη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας μας. Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την κατάρρευση του δικομματισμού και την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, βολικά σηκώσαμε και δείξαμε με το δάχτυλο την Τρόικα, τους τραπεζίτες, τη Γερμανία και διάφορους άλλους εξωτερικούς «εχθρούς».
Δυστυχώς όμως, αργά αλλά σταθερά γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να πείσουμε τον εαυτό μας πως υπεύθυνοι για όλα μας τα δεινά, είναι όλοι πλην ημών. Έτσι με ελάχιστες εξαιρέσεις (οι οποίες με υστερόβουλο πεισματικό και επωφελή λαϊκισμό εξακολουθούν να σηκώνουν το δάχτυλο της κατηγορίας δείχνοντας μόνο προς τα έξω) οι υπόλοιποι είχαμε ξεμείνει από….αποδιοπομπαίους τράγους (mercurius blogspot, Οκτώβριος 2011). Σε συνδυασμό λοιπόν με το ότι «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» (και για αυτό οι υπόλοιποι με υστερόβουλη συνενοχή σταμάτησαν την αλληλοκατηγορία), για μία μικρή περίοδο μείναμε όλοι σαστισμένοι χωρίς να ξέρουμε ποιόν και που να δείξουμε∙ και αυτό δημιούργησε ένα τρομακτικό μούδιασμα, το οποίο η ομοιοστατική μας ροπή έπρεπε να αντιμετωπίσει.
Για τη Χρυσή Αυγή και τον κύριο Μιχαλολιάκο γνωρίζω ελάχιστα. Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που τον πετυχαίνω σε κάποια εκπομπή, είτε με τον κύριο Μπογδάνο πρόσφατα είτε με τον κύριο Κουρή προχθές, αλλάζω κανάλι γιατί η ένταση που δημιουργείται κατά τη διάρκεια αυτής της τρελής καταδίωξης, είναι περισσότερη από όση μπορώ να αντέξω μετά από μία μέρα απαιτητικής εργασίας.
Το ίδιο ισχύει και για διάφορες άλλες τηλεοπτικές εκπομπές, όπου υπουργοί, βουλευτές και πολιτικάντηδες που συνέδραμαν τα μέγιστα για να φτάσουμε ως εδώ και που για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα έδειχναν μία διάθεση μεταμέλειας και ανάληψης ευθυνών, πετάγονται πλέον σαν άξιοι ρήτορες, κουνώντας καταφατικά, με απεγνωσμένη κατανόηση και συναίνεση το κεφάλι, όταν κάποιος από τους πολιτικούς τους αντίπαλους κατηγορεί τη Χρυσή Αυγή. Κάτι σαν στημένο ημίχρονο στην αρένα, όπου ανακουφισμένοι οι μονομάχοι σταματούν να καταδιώκουν ο ένας τον άλλον για να σφάξουν τα λιοντάρια στα πλαίσια ευλαβικής και άνευ πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης δικαιωμένης σταυροφορίας.
Ως εκ τούτου, πιστεύω πως στους πολιτικούς της Χρυσής Αυγής, χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ, διότι μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε να σηκώνουμε το δάχτυλο προς τα έξω, στο πλαίσιο μιας σαδιστικής, καταδιωκτικής συσπείρωσης βουτηγμένης σε μία διαστροφική ηδονή, που μόνο το κυνήγι του αποδιοπομπαίου τράγου μπορεί να προσδώσει. Όταν η χρησιμότητά τους αυτή θα φτάσει στο τέλος και βολικά βρεθεί κάποιος άλλος να κουβαλήσει τη σκιά μας και τη δική μας σκοτεινή πλευρά, τότε τα ποσοστά τους θα επιστρέψουν στα προ της κρίσεως επίπεδα.
Η διάρκεια φυσικά και οι συνέπειες αυτής της διαδικασίας είναι άγνωστες, ίσως όμως αξίζει να αναλογιστούμε πως μερικές φορές οι άνθρωποι και τα έθνη παίρνουμε συγχρονιστικά όχι μόνο αυτό που μας αξίζει αλλά και αυτό που χρειαζόμαστε. Μέχρι να καταλάβουμε πως σκοτάδια και σκιές είναι και δικά μας, εσωτερικά και συλλογικά και όχι κάτι «εκεί έξω» από εμάς που έχει να κάνει με «αυτούς».
Ο νοών νοείτω.