Ανά καιρούς, στον καναπέ του γραφείου μου βρίσκονται ζευγάρια, τα οποία επιθυμούν να δώσουν στη σχέση τους άλλη μία ευκαιρία. Οι προκλήσεις στη θεραπεία ζευγαριών είναι πολλές: να μην ταυτιστείς με κάποιον από τους δύο, να μην λυπηθείς τον έναν περισσότερο από τον άλλον, να μην μπεις στη θέση του διαιτητή και πολλά ακόμα. Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση, είναι να μην εμπλακείς με την ιστορία του ζευγαριού, με τον ίδιο τρόπο που και οι ίδιο έχουν εμπλακεί για χρόνια και να μπορέσεις να τους προσφέρεις μία αναπλαισιωμένη, εναλλακτική οπτική.
Οι περισσότερες ιστορίες, ευτυχώς έχουν χαρακτηριστικές επικεφαλίδες και ένας υποψιασμένος ψυχοθεραπευτής με εμπειρία και οξυδέρκεια, θα πρέπει να είναι σε θέση να τις εντοπίζει εντός σχετικά μικρού διαστήματος. Μία από τις πιο συνηθισμένες, είναι η «Εγώ είμαι συναισθηματικός/η και αυτός/η αναίσθητος/η». Στις πλείστες περιπτώσεις η επικεφαλίδα αυτή αφορά μία «εκφραστική, ευάλωτη και ευαίσθητη» γυναίκα και έναν «συγκρατημένο, σιωπηλό, απόμακρο» άντρα, παρότι στις μέρες μας και με την εξέλιξη που έχει υπάρξει όσον αφορά στους ρόλους των φύλων, πολλές φορές ισχύει και το αντίθετο.
Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, το ενδιαφέρον μου τραβάει το «φιμωμένο» μέλος του ζευγαριού και δεν είναι λίγες οι φορές που από τη δεύτερη η τρίτη κιόλας συνεδρία, επιλέγω να βλέπω τους συντρόφους και χωριστά, ούτως ώστε να ξεφύγουμε όλοι από τις δυναμικές του συστήματος. Το σιωπηλό μέλος, είναι σχεδόν πάντα το πρώτο που θα δω και οι συζητήσεις συνήθως αποκαλυπτικές και ενίοτε καθαρτικές.
Η αρχέτυπη άποψη π.χ. στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα τελευταία χρόνια, είναι πως οι γυναίκα περνά όλη της την μέρα ανησυχώντας για το μέλλον της σχέσης, συντηρώντας και εκφράζοντας την επιθυμία για επικοινωνία και συλλογή πληροφοριών (γνωστή και ως «μουρμούρα») όχι μόνο ως μέσο γεφύρωσης και συσχέτισης αλλά και ως ελεγκτικού μέσου καθησυχασμού για την ίδια (και κατά προέκταση αυξημένης δυνατότητας είτε να δημιουργήσει είτε να διατηρήσει την οικογένειά της, προβλέποντας, περιορίζοντας και αποφεύγοντας κινδύνους, κάτι το οποίο εντάσσεται εντός των απολύτως, φυσιολογικών, ένστικτων). Από την άλλη πλευρά, ο άντρας παρουσιάζεται ως ένα αρκετά πιο απλό και μονοδιάστατο ον (και κατά κάποιον τρόπο σαφέστατα και είναι, δεδομένου του ότι έχει επωμιστεί έναν αρκετά πιο απλό ρόλο στην αποστολή της διαιώνισης του είδους) και έτσι ενώ η γυναίκα μοιράζεται τις βαθιές της ανησυχίες όσον αφορά στο «που οδεύει η σχέση», αυτός σκέφτεται τον επόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα και το αν θα πάρει την πίτσα του με μοτσαρέλα ή χωρίς (γνωστό και ως αδιαφορία η ρηχότητα). Τα στερεότυπα, ποτέ δεν δημιουργούνται τυχαία και όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Τα παραπάνω ισχύουν πολλές φορές· δεν αναιρούν όμως και άλλες διαστάσεις της πραγματικότητας, οι οποίες είναι λιγότερο γραφικές και διασκεδαστικές και περισσότερο επώδυνες, συνήθως για το φερόμενο ως «αναίσθητο» μέρος του ζεύγους.
Η σιωπή επιτελεί πολλούς σκοπούς και στις περιπτώσεις που δεν είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικό ιδιοσυγκρασιακής εσωστρέφειας αποτελεί σύμπτωμα· και όπως όλα τα συμπτώματα, είναι σημαντικότερο πρωτίστως να τα κατανοήσουμε και να τα αξιοποιήσουμε παρά να τα καταδικάσουμε ή να τα ανατρέψουμε και να τα ξεφορτωθούμε. Στα συστήματα, οικογενειακά, εταιρικά, κοινωνικά και άλλα, εκλαμβάνεται συνήθως ως ένδειξη δύναμης, σαγηνευτικού μυστήριου και ελέγχου, σε συνάρτηση με άλλες συνθήκες και ιεραρχίες που επικρατούν. Μεταξύ ζευγαριών τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά. Το σιωπηλό μέλος είναι συνήθως αυτό που περιορίζει μέσα του την ένταση, προσπαθεί να συντηρήσει τον μύθο του και ενδεχομένως μια μυστηριώδη και δυναμική περσόνα ή αλυσοδένει την εκάστοτε παθογένεια, δεδομένου του ότι το έτερο μέλος την εκτονώνει απερίφραστα, ανεπιφύλακτα και αδιακρίτως. Ως εκ τούτου, μαζί με την διατήρηση της σιωπής, ο «αναίσθητος» σύντροφος, αναλαμβάνει, στωικά, αυτό-τιμωρητικά σχεδόν (ενδεχομένως στο πλαίσιο δικής του ψυχοπαθολογίας και ροπής προς την ματαίωση), έναν προστατευτικό ρόλο, με κύριο σκοπό να αποφευχθεί η διένεξη και να συντηρηθεί το status quo. Παραδόξως και σε αντίθεση με την επικρατούσα ερμηνεία, αυτή η επί της ουσίας αμυντική στάση, είναι πιο συχνά σημάδι αδυναμίας κα φόβου παρά ένδειξη κυριαρχίας και αυτοσυγκράτησης.
Επί της ουσίας, πρόκειται για μία μαζοχιστική, αυτό-στερητική έκφανση (πολλές φορές προϊόν τραυματικής εμπειρίας κατά τη διάρκεια του πρωκτικού σταδίου στα παιδικά χρόνια) και όσοι έχουν γνώση βασικών αρχών ψυχολογίας, θα έχουν ήδη συνειδητοποιήσει, πως αυτόματα σχεδόν, αυτή η δυναμική, χάριν της διατήρησης του συστημικού ισοζυγίου, κινεί το άλλο μέλος προς μία σαδιστική, επί της ουσίας καταδιωκτική στάση όχι πολύ διαφορετική από αυτήν του καρχαρία που μυρίζεται αίμα ή μιας αγέλης άγριων σκύλων που κυνηγούν ένα θήραμα που τρέχει, χωρίς καν να έχουν πρόθεση να το φάνε. Έτσι όμως είναι τα βασικά, φυσικά ένστικτα και οι σαδομαζοχιστικοί χοροί, όπου οι παρτενέρ δεν βρίσκονται τυχαία και ουσιαστικά προσδοκούν με την βοήθεια του άλλου να επουλώσουν τα αναπτυξιακά τους τραύματα. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) είναι αδύνατον να τα αποβάλλουμε, να τα ελέγξουμε ή ακόμα και να τα καταλάβουμε πολλές φορές, χωρίς τη βοήθεια κάποιου τρίτου και σκληρή δουλειά. Κατά βάση, είμαστε μαριονέτες της αλληλοσυμπληρωματικής μας παθολογίας.
Εύκολα γίνεται λοιπόν αντιληπτό, πως οι «σιωπηλοί» όχι μόνο δεν παρατάσσουν μία κυρίαρχη στάση αλλά επί της ουσίας βιώνουν μια διαρκή και επαναλαμβανόμενη, τραυματική αγωνία και μέσα και έξω από την ψυχική τους διάσταση. Ειρωνικά, σε όλο αυτό, συνήθως προστίθεται και η αντίληψη που αποκτούν οι γύρω, η οποία συνήθως κατατάσσει τον «σιωπηλό» ως τον «αδιάφορο, αναίσθητο θύτη» και τον «εκφραστικό» ως αυτόν που προσπαθεί γενναία και δραστικά να βελτιώσει την σχέση και να εδραιώσει γέφυρες επικοινωνίας. Συνεπώς, η καταδίωξη επεκτείνεται και έξω από το δυαδικό σύστημα, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα ντροπής, απόγνωσης, αγανάκτησης, θυμού και θλίψης με ότι αυτό συνεπάγεται. Ως συνέπεια, πολλές φορές, ο «σιωπηλός» αναγκάζεται να εκτονώσει το εσωτερικό του μπούχτισμα είτε με εξάρσεις οργής, είτε με διάφορες καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις είτε ακόμα και παρουσιάζοντας ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα στομαχικές διαταραχές, έλκος, μυοσκελετικό άλγος ή και βαρύτερες ακόμα παθήσεις. Ή, ακόμα συχνότερα, με ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση και σιωπή, το οποίο φυσικά εντείνει την μανία και την σαδιστική καταδίωξη από τον εκάστοτε διώκτη.
Τα παραπάνω φυσικά δεν αφαιρούν την ευθύνη από κανέναν ούτε και διασφαλίζουν πως η σιωπή δεν μπορεί να είναι και παθητικά επιθετικό ή χειριστικό όπλο. Ταυτόχρονα, τον ίδιο ρόλο με την σιωπή, μπορεί να παίξει και η υπερβολική «φασαρία», όπου ο ένας από τους δύο συντρόφους δημιουργεί διαρκώς συνθήκες παιχνιδιάρικής και αφελούς έντασης, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ουσιαστική συσχέτιση, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο «σιωπηλός» τα κρατάει όλα μέσα του: τον καθησυχασμό του συντρόφου του και την αποφυγή διενέξεων και επώδυνων διαπραγματεύσεων. Αυτά όμως θα το πραγματευτούμε σε κάποιο μελλοντικό άρθρο. Προς το παρών, μην πιστεύετε όλα όσα βλέπετε. Συνήθως, δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου.
Βασίλης Αντωνάς