Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια, σίγουρα πάνω από δέκα, όταν ήμουν ακόμα κάτοικος Μεγάλης Βρετανίας, να παίρνει το μάτι μου κατ’ επανάληψη ένα παράξενο φαινόμενο: Άνθρωποι, τρεις ή τέσσερις, να κάθονται πίσω από ένα τραπέζι και να κοιτούν αυστηρά, εξεταστικά κάποιον καλλιτέχνη, ο οποίος έδινε μία σύντομη παράσταση μπροστά τους. Γύρω υπήρχε κοινό, ενθουσιασμένο που χειροκροτούσε, σφύριζε και πότε ζητωκραύγαζε πότε αποδοκίμαζε. Στο τέλος της παράστασης, τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι πίσω από το τραπέζι προσέβαλλαν με εφευρετικότητα την συνήθως μέτρια έως τραγελαφική παράσταση και απέρριπταν τον εκάστοτε καλλιτέχνη από τη συνέχεια του θεσμού. Κάποιες άλλες, λιγότερες φορές, εξέφραζαν επιτηδευμένα θαυμασμό και χρησιμοποιούσαν απόλυτες εκφράσεις και κλισέ (όπως «ποτέ δεν έχω συγκινηθεί τόσο πολύ» ή «το μέλλον σου ανήκει»), οι οποίες ομολογουμένως δεν συγκρίνονταν σε φαντασία και δημιουργικότητα με τις προσβολές που είχαν εκστομίσει προς κάποιον άλλον διαγωνιζόμενο πριν λίγα λεπτά.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δύο πράγματα παρέμεναν πανομοιότυπα, επαναλαμβανόμενα και αναλλοίωτα: Η έκφραση αγωνίας η οποία συχνά άγγιζε το φόβο ή και τον τρόμο ακόμα, στα πρόσωπα των καλλιτεχνών και η οποία κατέληγε είτε σε χαρά και ανακούφιση είτε σε θυμό, θλίψη και απογοήτευση, ανάλογα με το τι είπαν τα ανθρωπάκια πίσω από το τραπέζι στο τέλος της παράστασης. Όσον αφορά τα ανθρωπάκια πίσω από το τραπέζι, αυτό που παρέμενε αναλλοίωτο ήταν μία μεγαλοπρεπής αίσθηση «αυτό-σημασίας» (και συγχωρήστε την απευθείας μετάφραση από την Αγγλική του self-importance) η οποία ενίοτε καλύπτονταν πίσω από μία αυτάρεσκη παράθεση αναλυτικών (και σχεδόν πάντα ελλιπών και άσχετων) γνώσεων γύρω από το αντικείμενο του διαγωνισμού είτε από μία προσποιητή αίσθηση ταπεινοφροσύνης όταν ο διαγωνιζόμενος τους είχε αφήσει «πραγματικά» άναυδους με τη μεγαλειώδη απόδοσή του.

Όπως σίγουρα θα έχετε ήδη καταλάβει, οι παραπάνω Καφκικές, δοκιμασίες καλλιτεχνών (auditions) οι οποίες περισσότερο θυμίζουν Ρωμαϊκή αρένα (με τα ανθρωπάκια σε ρόλο μικρού Καίσαρα, που με τον αντίχειρα θα αποφασίσει τη μοίρα του μονομάχου), έχουν εδώ και πολλά χρόνια φτάσει και στη χώρα μας. Όπως με όλα τα πράγματα τα οποία εισάγουμε (ελλείψει διάθεσης για δικές μας δημιουργίες αλλά και καθοδηγούμενοι σταθερά και αδιαμαρτύρητα από εξωτερικούς παράγοντες προς μία συμφέρουσα για όλους πλην ημών κλωνοποίηση), έχουμε μεγιστοποιήσει τα αρνητικά και έχουμε αγνοήσει πλήρως οποιαδήποτε θετικά. Με λίγα λόγια επαναλαμβάνουμε την κοινωνικοπολιτική μας έφεση των τελευταίων τριάντα ετών, η οποία συμπεριλαμβάνει δυτικού τύπου κατανάλωση και life style και Αφρικανικού τύπου παραγωγικότητα.

Το γεγονός πως τα περισσότερα από τα ανθρωπάκια που αξιολογούν, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το πώς να αναπαράξουν αυτό το οποίο βλέπουν, δε φαίνεται να ταράζει κανέναν. Έτσι έχουμε για παράδειγμα κριτές χορού, τραγουδιού και μουσικής οι οποίοι αντίστοιχα δεν μπορούν να βάλουν το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, έχουν εύρος φωνητικής οκτάβας τρεις νότες (αυτό ισχύει και για κάποιους «επαγγελματίες» τραγουδιστές που κάθονται που και που πίσω από το τραπέζι που είναι οι «γνωρίζοντες») και που δεν έχουν «πιάσει» μια φορά στη ζωή τους μια χορδή ή ένα πλήκτρο.

Στηριζόμαστε για καλλιτεχνική τεχνογνωσία και κριτική σε «Μουσικούς Παραγωγούς» (ο βαρύνων ορισμός για αυτόν που αλλάζει δισκάκια σε ραδιοφωνική εκπομπή), εκδότες περιοδικών Life Style (ο βαρύνων ορισμός για όσους είπαν σε τρεις γενιές τι χρώμα προβιά πρέπει να φοράνε ανά εποχή για να είναι “in”), υπεύθυνους Δημοσίων Σχέσεων (ο βαρύνων ορισμός για ξανθιές που πάνε σε party και είναι φιλικές με διάφορους «παράγοντες») και διάφορους άλλους άσχετους, να αξιολογούν δημοσίως τα νεαρά βλαστάρια, που πηγή έμπνευσής τους έχουν τα τελευταία τριάντα χρόνια (τα οποία περιγράψαμε παραπάνω) και που απεγνωσμένα ψάχνουν κάποιον να τους δανείσει ταυτότητα και να τους πιστοποιήσει με κάποια αξία.

Και έτσι αγαπητοί συμπατριώτες, με μια ανάσα, περάσαμε από την μπουάτ του Λοΐζου και της Χαρούλας, την Αθήνα του Σεφέρη και του Ελύτη, τα πεντάγραμμα του Μίκη και του Μάνου, τους στίχους του Γκάτσου και του Παπαδόπουλου στο σήμερα. Να ζητάμε πιστοποίηση της ταυτότητας μας δημόσια από διάφορους πυγμαίους, που η συνδρομή τους στο δημόσιο βίο είναι το «ύφος και η σοφία, στη μικρή πλατεία».

Ίσως να είναι καιρός να αναλογιστούμε βαθύτερα το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στον καθένα μας ατομικά, για τη συντήρηση όλου αυτού του θιάσου. Δεν μπορεί να φταίνε μόνο οι άλλοι που ανατρέπονται τα όνειρά μας (όπως ο Σεφέρης υπονοεί στο ποίημά του «Άρνηση»). Ίσως τελικά η κυριότερη ευθύνη να βαραίνει εμάς (όπως ο Θεοδωράκης προφητικά εννόησε, αφαιρώντας καίρια μία άνω τελεία, στον τρίτο στίχο της τρίτης στροφής όταν μελοποίησε την «Άρνηση»)

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι•

μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της•

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος,

πήραμε τη ζωή μας(•) λάθος!

κι αλλάξαμε ζωή.

Καληνύχτα Ελλάδα. Ελπίζω το πρωί να ορίζεις εσύ την ταυτότητα σου ξανά.

Βασίλης Αντωνάς (Εφημερίδα Κηφισιά, 2011)