Πριν μερικές εβδομάδες, παρέθεσα μία τοποθέτηση του Νίτσε περί αναμονής. Ο φιλόσοφος καταπιανόταν με τον συνηθισμένο απόλυτο, στομφώδες και οδυνηρά εύστοχο τρόπο του με τους παράγοντες που καθορίζουν το αν θα περιμένουμε, το αν αξίζει να περιμένουμε για κάτι ή για κάποιον. Το κείμενο το παρέθεσα χωρίς σχολιασμό ή εισαγωγή, δεδομένου του ότι το μήνυμα ήταν, κατά τη γνώμη μου σαφές: Το «ανθρώπινο» μας (αγαπημένο θέμα του Νίτσε), δεν αντέχει να περιμένει όταν επικρατούν το πάθος, (τα πάθη;) όπως στην περίπτωση των ερωτευμένων ή της πληγωμένης περηφάνιας, όπως στη περίπτωση δύο αντιπάλων που έχουν προσβάλει ο ένας τη τιμή του άλλου και πρέπει να αναμετρηθούν. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα ο φιλόσοφος έγραφε πως ο θάνατος είναι προτιμότερος από το να ζει κάποιος με πληγωμένο εγωισμό.
Επειδή όμως ο ίδιος ο Νίτσε, στο ίδιο σύγγραμμα (Ανθρώπινο, Υπερβολικά Ανθρώπινο), γράφει και το περίφημο «it is the consensus sapientium that any consensus gentium is foolishness» (σε ελεύθερη μετάφραση ο Νίτσε προσκαλεί όσους είναι σοφοί να αμφισβητούν τα πάντα και κυρίως τα συμπεράσματα, κατά πάσα πιθανότητα αναφερόμενος σε ένα ακόμη αγαπημένο του θέμα, το Θεό και την ύπαρξή του ή τη Θρησκεία, επιφυλάσσομαι να τοποθετηθώ ακλουθώντας τη συμβουλή του), θα τολμήσω και εγώ να παραθέσω αντίλογο, όχι φυσικά στηριζόμενος στα δικά μου μικροσκοπικά πόδια αλλά ασφαλώς κρυμμένος πίσω από έναν άλλο γίγαντα της διανόησης.
Απολαύστε…
«Θυμήθηκα είχα ξεκολλήσει κάποτε από τον κορμό μια ελιάς μια χρυσαλλίδα και την είχα απιθώσει στην απαλάμη μου• μέσα από το διάφανο τσόφλι της διέκρινα ένα πράμα ζωντανό να σαλεύει, η μυστική κατεργασία θα βρίσκουνταν πια στο τέρμα και η μελλούμενη, σκλαβωμένη ακόμα πεταλούδα περίμενε σιγοτρεμάμενη να ‘ρθει η άγια ώρα να προβάλλει στον ήλιο. Δε βιάζουνταν, είχε εμπιστοσύνη στο φως, στο χλιαρό αέρα, στον αιώνιο νόμο του Θεού και περίμενε.
Με εγώ βιάζουμουν • ήθελα μια ώρα αρχύτερα να δω να ξεπουλιάζει μπροστά μου το θάμα, πως τινάζεται από το μνήμα της και από το σάβανό της η σάρκα και γίνεται ψυχή. Έσκυψα κι άρχισα να φυσώ πάνω της τη ζεστή ανάσα μου• και να σε λίγο, μια σκισμάδα χαράχτηκε στη ράχη της χρυσαλλίδας, σιγά σιγά σκίστηκε από πάνω έως κάτω αλάκερο το σάβανο και φάνηκε σφιχτομανταλωμένη ακόμη με στρουφηγμένα τα φτερά, με τα πόδια κολλημένα στη κοιλιά καταπράσινη η αμέστωτη πεταλούδα. Σπαρτάριζε αλαφριά και ολοένα ζωντάνευε κάτω από την επίμονη ζεστή μου ανάσα• το ένα φτερό ξεκόρμισε, χλωρό σα μπουμπουκισμένο φύλλο λεύκας, κι άρχισε να σπαρταράει και ν’ αγωνίζεται να ξετυλιχτεί ως πέρα αλάκερο, μα του κάκου• έμεινε μισάνοιχτο και ζαρωμένο. Σε λίγο κουνήθηκε και το άλλο φτερό, μόχτησε κι αυτό να τεντωθεί, δεν μπόρεσε και στάθηκε μισοξετυλιγμένο κι έτρεμε• κι εγώ με την αναίδεια του ανθρώπου σκυμμένος, φυσούσα απάνω τους το ζεστό αχνό μου, μα τα μισερωμένα φτερά είχαν τώρα ακινητήσει κι είχαν γύρει μαραμένα.
Νίκος Καζαντζάκης
(Εφημερίδα Κηφισιά 2010)