Αυτό που δε μπορώ όμως καθόλου να καταλάβω, είναι η αφέλεια που επιδυκνείουν κάποιοι χρήστες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αφέλεια όσον αφορά τη προαναφερθείσα χρήση δεδομένων. Δεν αναφέρομαι καν στην ανικανότητα τους να αντιληφθούν τους ευνόητους κινδύνους που εγκυμονεί το να δημοσιεύουν το όνομα, το τηλέφωνο, τη γεωγραφική τους θέση και τις προσωπικές συνήθειές τους. Όχι, τα παραπάνω προϋποθέτουν ένα δείκτη ευφυΐας λίγο άνω του μετρίου, και αυτό δεν μπορεί να το απαιτεί κάποιος από όλο τον κόσμο.
Η αφέλεια στην οποία αναφέρομαι, είναι στον «επιτηδευμένο» τρόπο που μερικοί θεατρίνοι δομούν το προφίλ του, πείθοντας ακόμα και τον εαυτό του πως αυτό το κατασκεύασμα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ύπαρξής του. Μια φωτογραφία (συνήθως ημίγυμνη, προκλητική και με ύφος ναζιάρικο ή επιμελώς προβληματισμένο) με τέλειο φωτισμό που επιδυκνείει το καλύτερο δυνατόν «προφίλ» σε ένα τέλειο τοπίο, μια σειρά από συνήθειες όπως η «ανάγνωση ποίησης» και η «συντήρηση έργων τέχνης». Αγαπημένοι συγγραφείς ο «Καζαντζάκης, ο Ντοστογιέφσκι, και ο Σαίξπηρ». Όσον αφορά το τι κάνει ο καθένας «τώρα», οι δραστηριότητες κυμαίνονται από το να βλέπει τι θέα από κάποιο ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη μέχρι το να ταξιδεύει με σακίδιο την Αφρική.
Και μένω και εγώ ο αφελής, να γυρεύω καθημερινά όλα αυτά τα πανέμορφα, καλλιεργημένα, ταξιδεμένα και με άποψη πλάσματα και το μόνο που βλέπω ως επί το πλείστον, είναι οι Νεοέλληνες με τις «Μερτσεντές» και τις «Καγιέν» στις καφετέριες να καυχιούνται για τη πρόσφατη κραιπάλη τους σε κάποιο παραλιακό μπουζουκομάγαζο, ή να πετάνε τα σκουπίδια τους στους δρόμους, και οι νεοελληνίδες με 3-4 στρώσεις μακιγιάζ, αψεγάδιαστη αμφίεση και ύφος βασιλικότερό του βασιλικού να κάνουν τα πάντα για να αποσπάσουν λίγη προσοχή με προσποιητή αδιαφορία από τον κάφρο στην καφετερία (πολλές φορές απλά και μόνο για να έχουν την ικανοποίηση να τον απορρίψουν επιδεικτικά για να γεμίσουν το κενό της ύπαρξής τους ), ο οποίος αν και ως επί το πλείστον βλάξ, έχει καταλάβει πως το μόνο που θέλει η συγκεκριμένη νεοελληνίδα, είναι η «Μερτσεντές» και η δυνατότητα να ανακοινώσει χαιρέκακα στις φίλες της, πως ο «δικός» της, την πήγε στη Μύκονο και «ήξερε και τον πορτιέρη του τάδε club».
Και έτσι, παραμένω με τη απορία του αν τελικά όλα αυτά τα υπέροχα ηλεκτρονικά πλάσματα κρύβονται κάπου, ή αν απλά έχει υπάρξει μεταξύ τους μία σιωπηλή συνεννόηση να προσποιηθούν πως ο ένας πιστεύει τον άλλον. Ίσως τελικά να είμαι εγώ ο αφελής που δεν έχω ακόμη καταφέρει να εισχωρήσω στη συνωμοσία!