Το πρώτο που συνειδητοποίησα, ήταν πως ο όρος αχαριστία χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στο πλαίσιο κοντινών προσωπικών σχέσεων. Τέτοιες σχέσεις είναι οι οικογενειακές, οι ερωτικές και οι φιλικές. Ως εκ τούτου σπάνια θα ακούσουμε κάποιον στον εργασιακό μας χώρο να κατονομάζει κάποιον συνάδελφο ως «αχάριστο» επειδή δεν επέδειξε ευγνωμοσύνη ή ανταπόδοση για κάποια παροχή…το πιο συνηθισμένο θα ήταν να τον χαρακτηρίσει «ασυνεπή». Αυτό με κάνει να υποθέτω πως αχάριστους θεωρούμε ανθρώπους με τους οποίους είμαστε κοντά, από τους οποίους έχουμε προσδοκίες και τους οποίους εμπιστευόμαστε· συνεπώς, ο πόνος και η οργή που βιώνουμε είναι σχεδόν σαν προδοσία.
Η δεύτερη συνειδητοποίησή μου, η οποία προήλθε κυρίως από την προσωπική και κλινική μου εμπειρία, είναι το πως σπάνια κάποιος παραδέχεται ότι έχει υπάρξει αχάριστος. Μία ανασκόπηση σε διάφορα περιστατικά, μου υπενθύμισε πως ο κατηγορούμενος συνήθως ισχυρίζεται ότι είτε δε ζήτησε ποτέ αυτά που του παρείχε ο κατήγορος (πράγμα που συχνά ακούγεται από τα παιδιά προς τους γονείς), ή δε θεώρησε αυτά που πήρε αρκετά σημαντικά, ή ακόμη και πως αχαριστία επέδειξε ο άλλος (πράγμα πολύ συνηθισμένο στις ερωτικές σχέσεις). Τα παραπάνω με οδηγούν στο συμπέρασμα πως εάν δεν υπάρχει ρητή και γραπτή συμβολαιογραφική πράξη που να ορίζει τις υποχρεώσεις του ενός προς τον άλλον, ο κίνδυνος του να θεωρηθεί κάποιος αχάριστος είναι ουσιαστικά αναπόφευκτος. Και επειδή με τους κοντινούς μας ανθρώπους συμβόλαια δεν κάνουμε, καλό θα είναι που και που όχι μόνο να τους ρωτάμε τι χρειάζονται από εμάς και να ζητάμε αυτά που εμείς χρειαζόμαστε, αλλά και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για όσα οικιοθελώς τους προσφέρουμε.